- ελληνοβουλγαρικός
- -ή, -ό και ελληνοβουλγάρικος, -η, -οαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και στους Βουλγάρους ή στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελληνοβουλγαρικός, -ή — ό που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και τους Βούλγαρους μαζί, ο ελληνικός και ο βουλγαρικός ταυτόχρονα: Ελληνοβουλγαρικός πόλεμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek